- ὀχούμενα
- ὀχάομαιleappres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic)ὀχέωhold fastpres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀχουμένας — ὀχουμένᾱς , ὀχάομαι leap pres part mp fem acc pl (attic epic doric ionic) ὀχουμένᾱς , ὀχάομαι leap pres part mp fem gen sg (epic doric ionic) ὀχουμένᾱς , ὀχέω hold fast pres part mp fem acc pl (attic epic doric) ὀχουμένᾱς , ὀχέω hold fast… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχώ — (Α ὀχῶ, έω, δωρ. τ. ὀγχέω ἡ ὀκχέω) (συν. το μέσ.) ὀχοῡμαι, έομαι μεταφέρομαι με όχημα, επιβαίνω σε άμαξα αρχ. 1. κρατώ κάτι στερεά, υποστηρίζω («ἄγκυρα δ ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη», Ευρ.) 2. υποφέρω, πάσχω («ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον», Πίνδ.) 3 … Dictionary of Greek